- θυρεοειδοπτωσία
- ηιατρ. η μετατόπιση τού θυρεοειδούς αδένα προς τα κάτω και μέσα στην ανώτερη περιοχή τού θώρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thyreoptose < thyreo (πρβλ. θυρεο-ειδής) + -ptose (πρβλ. -πτωσία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.